Η σχέση κάθε τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνεται μέσα στην μακρά χρονική διάρκεια του παραδοσιακού πολιτισμού. Οι άνθρωποι οικειοποιούνται τους πόρους του φυσικού περιβάλλοντος μέσω ενός συστήματος παραγωγής και συγκεκριμένων τεχνικών συστημάτων. Οι διαδικασίες αυτές εγγράφονται μέσα στον χώρο και αποτυπώνονται πάνω στο τοπίο, που δημιουργεί η ανθρώπινη δραστηριότητα. Για την Λαογραφία και την Ανθρωπολογία το φυσικό περιβάλλον δεν υπάρχει από μόνο του. Εξετάζουν κυρίως τα στοιχεία εκείνα που τα μέλη μιας κοινωνίας γνωρίζουν για τη φύση που τους περιβάλλει δηλ. εκείνα που χρησιμοποιούν με τις τεχνικές που έχουν αναπτύξει. Το περιβάλλον, δηλαδή ό,τι σχετικό με μια δεδομένη κοινωνία υπάρχει μέσα στη φύση, αποτελεί τμήμα του πολιτισμού αυτής της κοινωνίας και συνδέεται με λαϊκές παραδόσεις, μύθους και δοξασίες. Η τεχνολογία που χρησιμοποιούνταν στο παραδοσιακό πλαίσιο σε ευρύτερες ελληνικές περιοχές παρουσίαζε σχετική ομοιογένεια, υπήρχε δηλ. ένα κοινό απόθεμα τεχνικών γνώσεων όσον αφορά τις τεχνικές διαδικασίες με την ευρύτερη έννοια. Οι στρατηγικές, ωστόσο, που είχαν αναπτυχθεί σε κάθε επιμέρους περιοχή στο πλαίσιο μιας εφευρετικής οικονομικής πολυπραγμοσύνης, την οδηγούσαν σε μια διαφορετική σύνθεση, η οποία ακολουθούσε τις επιταγές που έθετε το φυσικό περιβάλλον και οι ευρύτερες οικονομικές συνθήκες δίνοντας έμφαση σε διαφορετικές παραγωγικές προτεραιότητες και επιμέρους τεχνικά συστήματα (π.χ. οικοδομική, κτηνοτροφία και γεωργία ή και συνδυασμό τους). Τα προϊόντα αυτής της διαδικασίας –υλικά αλλά και πνευματικά– χαρακτηρίζονται από την τοπικότητά τους δηλ. την ισχυρή τοπική τους ταυτότητα. Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, η «ανακάλυψη» του τοπικού, της τοπικότητας, εμφανίζεται και ως αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, και πιο συγκεκριμένα στον φόβο απώλειας της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, το ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία και τον τοπικό πολιτισμό συνδέεται με την ανάπτυξη τοπικών ταυτοτήτων και ενισχύεται από τη δράση ποικίλων φορέων.